- μοσχόνη
- ηχημ. οργανική χημική ένωση, μακροκυκλική κετόνη που αποτελεί το κύριο συστατικό τού φυσικού ζωικού μόσχου και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mushone < αγγλ. musk (< μσν. αγγλ. muske < μσν. γαλλ. musc < υστερολατ. muscus < μόσχος [ΙΙ]) + κατάλ. -one (πρβλ. ακετ-όνη)].
Dictionary of Greek. 2013.